Γκρι, Χουάν

Γκρι, Χουάν
(Juan Gris, Μαδρίτη 1887 – Παρίσι 1927). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ Βιστοριάνο Γκονθάλεθ (Jose Vistoriano Gonzales). Η έμφυτη διαλεκτική αυστηρότητά του γρήγορα τον προσανατόλισε σε πειραματισμούς που κατέληξαν στον κυβισμό του οποίου έγινε ένας από τους κύριους εκπροσώπους, μαζί με τον Πικάσο και τον Λεζέ· γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως «ο πιο κυβιστής από τους κυβιστές». Στην πραγματικότητα, η διάλυση των αντικειμένων παίρνει συχνά στον Γ. τον χαρακτήρα συντομογραφίας και αντίστροφα οι αφηρημένες γραμμές καταλήγουν σε υπαινικτικές απεικονίσεις πραγματικών αντικειμένων ή ερμηνεύονται κατ’ αναλογία, όπως, για παράδειγμα, όταν η καμπύλη μιας φρουτιέρας συμπίπτει με την καμπύλη μιας κιθάρας. Εκτός από το αμιγώς ζωγραφικό του έργο, ο Γ. εικονογράφησε αρκετά βιβλία και εργάστηκε ως σκηνογράφος για μερικά μπαλέτα του Σ. Ντιαγκίλεφ. «Νεκρή φύση με φρουτιέρα», σύνθεση του Ισπανού ζωγράφου Χουάν Γκρι, στο οποίο η καμπύλη της φρουτιέρας συμπίπτει με τη γραμμή μιας κιθάρας (Συλλογή Χέρμαν Ρουπ, Βέρνη). «Το βιβλίο», πίνακας του Ισπανού ζωγράφου Χουάν Γκρι (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Άρσιλ — (Arshile Gorky, Σότσι, Αρμενία 1904 – Σέρμαν, ΗΠΑ 1948). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ζωγράφου, αρμενικής καταγωγής, Βοστάνιγκ Αντοϊάν. Στις ΗΠΑ εγκαταστάθηκε το 1920. Αρχικά εμπνεύστηκε από τον Σεζάν και τον Πικάσο, γρήγορα όμως… …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κανβάιλερ, Ντάνιελ Χένρι — (Daniel Henri Kahnweiler, Μανχάιμ 1884 – 1979). Γάλλος έμπορος και τεχνοκριτικός, γερμανικής καταγωγής. Ο Κ. ανέπτυξε στο Παρίσι (όπου είχε εγκατασταθεί από το 1902) έντονη δραστηριότητα κριτικού και εμπόρου έργων τέχνης. Πνεύμα ανοιχτό στα… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”